κηλαίνω

κηλαίνω
κηλαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κηλώ (I)*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηλῶ (I) «μαγεύω», σχηματισμένος κατά τα ρ. σε -αίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακηλαίνω — (Μ) καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κηλαίνω, μεταπλασμένος τ. τού κηλέω «γοητεύω, μαγεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”